- χρήστας
- χρήστᾱς , χρήστηςone who givesmasc acc plχρήστᾱς , χρήστηςone who givesmasc nom sg (epic doric aeolic)
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
χρηστᾶς — χρηστός useful fem gen sg (doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
χρηστάς — χρηστά̱ς , χρηστός useful fem acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πορίζω — ΝΜΑ [πόρος] 1. δίνω σε κάποιον την ευκαιρία να αποκτήσει κάτι, προσπορίζω (α. «η επιχείρηση μάς επόρισε αρκετά κέρδη» β. «καὶ δύνασθαι τροφὴν ἐκ τῶν πολεμίων τοῑς στρατιώταις πορίζειν», Iσοκρ.) 2. μέσ. πορίζομαι α) συνάγω, αποκομίζω, προμηθεύομαι … Dictionary of Greek